- κρίγκια
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. krigia < όν. τού David Krig, Αμερικανού συλλέκτη φυτών, + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.